στεατόρροια

στεατόρροια
η, Ν
ιατρ. η παρουσία διαρροϊκών κενώσεων που περιέχουν σημαντική ποσότητα αχώνευτου λίπους, η οποία οφείλεται σε ανεπάρκεια τού παγκρεατικού υγρού.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. steatorrhoea (< στέαρ, -ατος + ροιά «ροή»). Η λ. μαρτυρείται από το 1873 στον Αν. Αναγνωστάκη].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ιδιοπαθής — (Ιατρ.).Όρος που αναφέρεται σε νόσο άγνωστης αιτιολογίας, όπως για παράδειγμα ι. στεατόρροια, ι. υπέρταση. * * * ές (Α ἰδιοπαθής, ές) νεοελλ. φρ. «ιδιοπαθής νόσος» νόσος που η αιτιολογία της είναι άγνωστη, δεν είναι οργανικής προέλευσης… …   Dictionary of Greek

  • βιταμίνες — Ουσίες που βρίσκονται, σε πολύ μικρές ποσότητες, στις τροφές των ζώων και του ανθρώπου και είναι απαραίτητες για τη φυσιολογική ανάπτυξη και την υγεία τους. Παντελής ή μερική στέρηση μίας ή περισσότερων β. από το διαιτολόγιο προκαλεί παθολογικές… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”