- στεατόρροια
- η, Νιατρ. η παρουσία διαρροϊκών κενώσεων που περιέχουν σημαντική ποσότητα αχώνευτου λίπους, η οποία οφείλεται σε ανεπάρκεια τού παγκρεατικού υγρού.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. steatorrhoea (< στέαρ, -ατος + ροιά «ροή»). Η λ. μαρτυρείται από το 1873 στον Αν. Αναγνωστάκη].
Dictionary of Greek. 2013.